Νεοπλάσματα εγκεφάλου
Νεοπλάσματα εγκεφάλου
Μηνιγγίωμα
Τα μηνιγγιώματα αποτελούν τους πιο συχνούς καλοήθεις όγκους του εγκεφάλου και περίπου το 25-30% όλων των πρωτοπαθών όγκων. Οι όγκοι αυτοί ξεκινούν από την αραχνοειδή μήνιγγα του εγκεφάλου και καθώς επεκτείνονται προς τον υγιή εγκέφαλο προκαλούν την εκάστοτε συμπτωματολογία.
Παρόλο που γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες (όπως η μετάλλαξη του γονιδίου NF2 στο χρωμόσωμα 22 και η ακτινοβολία) έχουν ενοχοποιηθεί για την ανάπτυξη των όγκων αυτών, η αιτιολογία τους παραμένει ασαφής. Σαφής συσχέτιση υπάρχει με την κληρονομική νόσο νευρινωμάτωση τύπου ΙΙ, ενώ παρατηρείται μια αυξημένη επίπτωση σε υπέρβαρους ασθενείς καθώς και στο γυναικείο φύλο λόγω ορμονικών παραγόντων.
Η αναλογία ανδρών – γυναικών κυμαίνεται από 1:1.4 έως 1:2.8, ενώ η επίπτωση της νόσου αυξάνει με την πάροδο της ηλικίας φτάνοντας στο μέγιστο μετά τα 60 έτη.
Τα μηνιγγιώματα ταξινομούνται ανάλογα με την πιθανότητα υποτροπής και/ή το ρυθμό ανάπτυξής τους σε Grade I, II και ΙΙΙ (κατά WHO).
Τα μηνιγγιώματα Grade I και II (καλοήθη και άτυπα αντίστοιχα) έχουν σαφέστατα πιο καλοήθη πορεία και περιορισμένο κίνδυνο υποτροπής. Αποτελούν την πλειοψηφία των όγκων αυτών με ποσοστά 80% και 15% αντίστοιχα.
Τα μηνιγγιώματα Grade III (κακοήθη ή αναπλαστικά) έχουν πιο επιθετική συμπεριφορά και την τάση να διηθούν τον παρακείμενο εγκέφαλο. Αποτελούν ένα μικρό ποσοστό της τάξης του 1-4 %.
Τα μηνιγγιώματα ταξινομούνται επίσης με βάση τον ιστολογικό τύπο (αγγειοματώδες, ψαμμώδες, θηλώδες κ.ά.) και την εντόπισή τους (κυρτότητας, δρεπάνου, οπισθίου βόθρου, σηραγγώδους κόλπου, οσφρητικό κ.ά.).
Τα συμπτώματα μπορεί να είναι αποτέλεσμα πίεσης ή ερεθισμού του παρακείμενου εγκεφαλικού ιστού και εξαρτώνται από το μέγεθος και κυρίως την εντόπιση των όγκων. Κατά συνέπεια μπορούν να εκδηλωθούν με συμπτώματα:
• Aυξημένης ενδοκράνιας πίεσης (έμετοι, ναυτία, κεφαλαλγία, θάμβος όρασης, οίδημα οπτικών θηλών κ.ά.)
• Eστιακά συμπτώματα λόγω προσβολής συγκεκριμένων κρανιακών νεύρων και περιοχών του φλοιού (ανοσμία, διαταραχή οπτικών πεδίων, διπλωπία, πάρεση προσωπικού νεύρου, επιληπτικές κρίσεις, διαταραχές ομιλίας-κίνησης-μνήμης, διαταραχές ισορροπίας, αλλαγή συμπεριφοράς, αιμωδίες κ.ά.).
Πολλά μηνιγγιώματα ωστόσο ανευρίσκονται σε τυχαίο απεικονιστικό έλεγχο που διενεργείται για διερεύνηση άλλης παθολογίας που τελικά δεν σχετίζεται με αυτά.
Σημαντικά σημεία για την διάγνωση των όγκων αυτών αποτελούν το λεπτομερές ιστορικό, η κλινική εξέταση και οι απεικονιστικές εξετάσεις. Η μαγνητική τομογραφία αποτελεί την εξέταση εκλογής. Θα μας δώσει ακριβείς πληροφορίες για το μέγεθος του όγκου, την εντόπισή του και τη συσχέτισή του με τις γύρω ανατομικές περιοχές. Η ψηφιακή αφαιρετική αγγειογραφία μας δίνει πληροφορίες για την αιμάτωση του όγκου (η οποία αναλόγως της εντόπισης του όγκου πολλές φορές είναι χαρακτηριστική) καθώς επίσης και για την βατότητα των φλεβωδών κόλπων.
Η επιλογή της κατάλληλης θεραπείας εξαρτάται από παράγοντες όπως η ηλικία και η γενική κατάσταση του ασθενούς, καθώς και το είδος, η εντόπιση και το μέγεθος της εξεργασίας. Περιλαμβάνει την παρακολούθηση, τη χειρουργική εξαίρεση της βλάβης, την ακτινοθεραπεία και την ακτινοχειρουργική.
Η χειρουργική θεραπεία έχει ως πρωταρχικό στόχο την ολική αφαίρεση της εξεργασίας. Σε αρκετές περιπτώσεις αυτό δεν είναι εφικτό και επιλέγεται από το χειρουργό η υφολική εξαίρεση προκειμένου να προστατευτούν ευγενείς περιοχές του εγκεφάλου. Η ακτινοθεραπεία έχει ένδειξη σε υποτροπή Grade II μηνιγγιώματος καθώς και σε υπόλειμμα μετεγχειρητικά σε μηνιγγίωμα Grade ΙΙ/III.
Η ακτινοχειρουργική έχει ένδειξη σε μικρούς, δύσκολα προσπελάσιμους όγκους και/ή όταν η γενική κατάσταση του ασθενούς δεν επιτρέπει τη χειρουργική παρέμβαση.