Κινητικές διαταραχές
Κινητικές διαταραχές
Οι κινητικές διαταραχές (Movement Disorders) είναι νευρολογικά σύνδρομα όπου υπάρχει είτε μία υπερβολή (υπερκινησία) είτε μία μείωση (υποκινησία) στις αυτόματες και εκούσιες κινήσεις, ανεξάρτητα από αδυναμία ή σπαστικότητα. Οι διαταραχές αυτές χωρίζονται σε υπερκινητικές και υποκινητικές καταστάσεις.
Υπερκινητικές διαταραχές είναι η δυστονία, ο τρόμος, η χορεία και οι παραλλαγές της, ο μυόκλονος, τα τικ και οι στερεοτυπίες. Οι υποκινητικές διαταραχές είναι συνώνυμες με τον Παρκινσονισμό, δηλαδή τα διάφορα Παρκινσονικά σύνδρομα, ανεξαρτήτως αιτιολογίας. Τα βασικά στοιχεία σε αυτές τις υποκινητικές διαταραχές είναι η εξωπυραμιδικού τύπου δυσκαμψία και η βραδυκινησία.
Νόσος Parkinson
Η νόσος του Πάρκινσον είναι μια νευροεκφυλιστική νόσος, δηλαδή μια νόσος στην οποία κάποια νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου εκφυλίζονται σταδιακά, χάνουν τη λειτουργικότητά τους και πεθαίνουν. Περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1817στην Αγγλία από το γιατρό James Parkinson. Η νόσος προσβάλλει κυρίως τα νευρικά κύτταρα που ελέγχουν τις εκούσιες κινήσεις του σώματος και ανευρίσκονται σε μια περιοχή του εγκεφάλου, η οποία καλείται μέλαινα ουσία. Στα υγιή άτομα, οι κινήσεις του σώματος ελέγχονται με την επικοινωνία (ή σηματοδότηση) μεταξύ των νευρικών κυττάρων μέσω μιας ουσίας (ενός νευροδιαβιβαστή) που λέγεται ντοπαμίνη. Στους παρκινσονικούς ασθενείς υπάρχει έλλειμμα ντοπαμίνης στον εγκέφαλο λόγω απώλειας των νευρώνων που την παράγουν. Αυτό το γεγονός ανακόπτει τα νευρικά σήματα και συνεπάγεται προβλήματα στον έλεγχο των κινήσεων (κινητικά προβλήματα). Η νόσος επομένως είναι μια διαταραχή κινητικότητας, ωστόσο με μια πλειάδα άλλων συνοδών συμπτωμάτων.
Η αιτιολογία της νόσου δεν έχει ακόμα πλήρως αποσαφηνιστεί. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι κάποια άτομα έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν τη νόσο από ό,τι άλλα (γενετική προδιάθεση), πάντως, η νόσος είναι πιθανό να μην αναπτυχθεί και να ενεργοποιηθεί μόνο μετά από έκθεση σε ορισμένους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Έρευνες έχουν δείξει ότι οι τοξίνες, τα ζιζανιοκτόνα και τα παρασιτοκτόνα επιφέρουν τον θάνατο των νευρικών κυττάρων που παράγουν ντοπαμίνη εργαστηριακά, αλλά οι γνώσεις μας για τους περιβαλλοντικούς παράγοντες που ενεργοποιούν ενδεχομένως τη νόσο στον άνθρωπο είναι περιορισμένες. Είναι, επομένως, αναγκαίο να διεξαχθούν περαιτέρω έρευνες. Είναι νόσος της μεγάλης ηλικίας και η συνηθισμένη ηλικία έναρξης είναι τα 60 έτη περίπου. Στο 10-20% υπάρχει σαφές οικογενειακό ιστορικό, αλλά τα περισσότερα περιστατικά είναι σποραδικά, όπου θεωρείται ότι ένας συνδυασμός περιβαλλοντικών και γενετικών παραγόντων οδηγεί στη νόσο.
Η παθολογική διαδικασία στον εγκέφαλο φαίνεται ότι ξεκινάει πολλά χρόνια πριν τα πρώτα συμπτώματα γίνουν εμφανή, δηλαδή όταν πια η νόσος εκδηλωθεί ένα σημαντικό ποσοστό κυττάρων έχει ήδη απωλεσθεί. Τα πρώτα σημεία της νόσου του Πάρκινσον είναι πολλές φορές αμβληχρά και μπορεί να διαλάθουν της προσοχής. Σε αυτά περιλαμβάνεται αίσθημα κόπωσης και απώλεια δύναμης και συνδυάζονται πιθανώς με αλλοίωση του γραφικού χαρακτήρα, μειωμένο συντονισμό οφθαλμών-χεριών , ήπιο τρόμο άνω άκρων ή και απώλεια της γεύσης και της όσφρησης.
Αρχικά η νόσος είναι συνήθως ετερόπλευρη, δηλαδή τα συμπτώματα αφορούν τη μία πλευρά του σώματος. Αργότερα, μπορεί να εξαπλωθούν και στην άλλη πλευρά του σώματος. Όσο εξελίσσεται η νόσος, τα προβλήματα στην κίνηση προκαλούν μεγαλύτερη αναπηρία και μπορεί να οδηγήσουν σε σταδιακό περιορισμό της αυτονομίας, εάν δεν αντιμετωπιστούν με θεραπεία. Στα όψιμα στάδια της νόσου, η κίνηση και η ισορροπία είναι συχνά πολύ προβληματικές και υπάρχει σημαντικός κίνδυνος πτώσεων.
Τα κύρια κινητικά συμπτώματα της νόσου είναι:
• Βραδύτητα των κινήσεων ή δυσκολία στην έναρξη των κινήσεων (βραδυκινησία)
• Τρέμουλο των χεριών κυρίως αλλά και άλλων σημείων του σώματος όταν τα άκρα είναι σε ηρεμία (συχνά αναφέρεται ως «τρόμος ηρεμίας»)
• Οι μύες γίνονται σφιχτοί και άκαμπτοι (δυσκαμψία)
• Προβλήματα στην ισορροπία και στον συντονισμό, αστάθεια, πτώσεις
Ο τρόμος μπορεί να οφείλεται σε πολλές άλλες παθήσεις εκτός από την νόσο Πάρκινσον. Μάλιστα, συγκεκριμένες περιοχές του σώματος όπως π.χ. το κεφάλι δεν προσβάλλονται σχεδόν ποτέ στη νόσο Πάρκινσον. Τα συμπτώματα μπορεί να διαφέρουν σε σημαντικό βαθμό σε κάθε ασθενή. Για παράδειγμα, ένα άτομο μπορεί να έχει τρόμο και ένα άλλο μπορεί να έχει σημαντική δυσκαμψία και βραδυκινησία χωρίς καθόλου τρόμο.
Πέρα από τα κινητικά φαινόμενα, μεγάλο πρόβλημα στη νόσο είναι και τα μη-κινητικά προβλήματα όπως νευροψυχιατρικά συμπτώματα (αλλαγές στη διάθεση και τη συμπεριφορά), άνοια, δυσκοιλιότητα, διαταραχές στην ούρηση, διαταραχές ύπνου, ορθοστατική υπόταση κλπ. Η νόσος του Πάρκινσον σπάνια θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του ασθενούς, αντιθέτως, πρόκειται για μια πάθηση που εξελίσσεται βραδέως και επιδεινώνεται βαθμιαία με το πέρασμα του χρόνου.
Δεν υπάρχουν παθογνωμονικές εργαστηριακές εξετάσεις για την αναγνώριση της νόσου του Πάρκινσον. Οι νευρολόγοι θέτουν τη διάγνωση κυρίως μέσω του ιστορικού και της κλινικής εξέτασης. H μαγνητιική τομογραφία (MRI) πρέπει να γίνεται πάντα σε ασθενή με νευρολογικά συμπτώματα για να αποκλειστούν άλλες παθήσεις. Το σπινθηρογράφημα βασικών γαγγλίων (DaTSCAN) είναι ένα εξειδικευμένο διαγωστικό εργαλείο που μπορεί να βοηθήσει στην διάγνωση εάν αυτή δεν είναι σαφής στην κλινική εξέταση.
Πολλά συμπτώματα της νόσου του Πάρκινσον μπορούν να ελεγχθούν με φάρμακα ή, σε πολύ επιλεγμένες περιπτώσεις, με χειρουργική επέμβαση. Η απόφαση για τη χορήγηση ή μη, φαρμακευτικής αγωγής έχει να κάνει κυρίως με τη λειτουργική επίπτωση των συμπτωμάτων στην καθημερινότητα του ασθενούς. Καθώς δεν υπάρχει θεραπεία που να σταματά τη νόσο, εάν τα συμπτώματα είναι πολύ ήπια μπορεί να μην κριθεί αναγκαία η λήψη αγωγής και ο ασθενής να τεθεί σε παρακολούθηση. Ωστόσο τελικά οι περισσότεροι παρκινσονικοί ασθενείς θα χρειαστούν αγωγή για τον έλεγχο των συμπτωμάτων τους. Οι αποφάσεις για τη θεραπεία λαμβάνονται συνήθως κατόπιν συζήτησης ανάμεσα στον γιατρό και στον ασθενή σχετικά με το τι είναι κατάλληλο για τον ασθενή και με βάση τις εξατομικευμένες ανάγκες του. Ο ακρογωνιαίος λίθος αυτή τη στιγμή για τη νόσο Πάρκινσον είναι τα φαρμακευτικά σκευάσματα που δρουν στο σύστημα της ντοπαμίνης και συγκεκριμένα η λεβοντόπα. Το βέβαιο είναι ότι η νόσος εξελίσσεται και καθώς θα συμβαίνει αυτό, το δοσολογικό σχήμα θα πρέπει να τροποποιείται σε συνεννόηση με το θεράποντα ιατρό.
Πέρα από τη φαρμακευτική αγωγή, πολλές μελέτες έχουν αποδείξει ότι η αντιμετώπιση της νόσου είναι βέλτιστη, όταν είναι σφαιρική. Άσκηση, φυσιοθεραπεία, χορός, είναι καθοριστικής σημασίας για την ποιότητα κίνησης και ζωής, και πρέπει να γίνεται τακτικά και με συνέπεια. Ειδικά προγράμματα λογοθεραπείας βελτιώνουν την ποιότητα της ομιλίας και ακόμα και την λειτουργεία της κατάποσης, όταν και εάν εμφανιστεί δυσκολία. Μια σωστή και ισορροπημένη διατροφή, με μικρά γεύματα, πτωχά σε πρωτεΐνες, έχει σημασία όχι μόνο για την διατήρηση του σωστού βάρους και φυσικής κατάστασης, αλλά και για την σωστή απορρόφηση και βέλτιστη δράση των φαρμάκων που λαμβάνονται από το στόμα. Τέλος, η ψυχολογική υποστήριξη των ασθενών αλλά και των φροντιστών τους είναι καθοριστικής σημασίας. Η αποδοχή της νόσου, η αντιμετώπιση των κοινωνικών και προσωπικών προεκτάσεων της, η συνεχής ενημέρωση και η θετική στάση απέναντι στις προκλήσεις της, είναι απαραίτητη και εφικτή.
Δυστονία
Η Δυστονία είναι μια κινητική διαταραχή η οποία χαρακτηρίζεται από ποικίλης διάρκειας και έντασης ακούσιες συσπάσεις μυών ή μυϊκών ομάδων, με αποτέλεσμα συστροφικές, επαναλαμβανόμενες κινήσεις ή παθολογικές θέσεις μελών του σώματος. Οι παθολογικές κινήσεις εμφανίζουν το ίδιο σχέδιο. Μπορεί να έχουν ρυθμικό χαρακτήρα, οπότε μπορεί να εμφανιστούν ως δυστονικός τρόμος (τρέμουλο), χαρακτηριστικός στο σπασμωδικό ραιβόκρανο.
Τα γενικά χαρακτηριστικά της δυστονίας είναι:
• Εμφανίζεται ή χειροτερεύει με την κίνηση
• Μπορεί να εκδηλώνεται με συγκεκριμένες πράξεις ή σε συγκεκριμένες θέσεις
• Μπορεί να παρουσιάσουν βελτίωση με αισθητικό τρικ, δηλαδή ένα απτικό ερέθισμα στην πάσχουσα περιοχή.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι κατάταξης των δυστονιών, ένας είναι με βάση την παθογένεια, οπότε υπάρχουν 2 μεγάλες κατηγορίες, οι ιδιοπαθείς και οι δευτεροπαθείς δυστονίες. Οι ιδιοπαθείς με την σειρά τους χωρίζονται στις εστιακές και τις γενικευμένες. Χαρακτηριστικές ιδιοπαθείς εστιακές δυστονίες είναι ο βλεφαρόσπασμος, το σπασμωδικό ραιβόκρανο και ο σπασμός των γραφέων, ενώ οι γενικευμένες έχουν γενετική/κληρονομική βάση. Οι ιδιοπαθείς δυστονίες εμφανίζουν μόνον δυστονία, έχουν μία αργή σταδιακή εξέλιξη και έχουν φυσιολογική απεικόνιση εγκεφάλου. Αντίθετα, οι δευτεροπαθείς δυστονίες εμφανίζουν συχνά και άλλες κινητικές διαταραχές ή και άλλη νευρολογική σημειολογία, μπορεί να αποτελούν δηλαδή σύμπτωμα μιας νευροεκφυλιστικής πάθησης. Μπορεί να επέλθουν οξέως και να αρχίσουν με δυστονία στην ηρεμία, και όχι στην δράση, όπως στην ιδιοπαθή δυστονία, και συχνά έχουν παθολογική απεικόνιση εγκεφάλου.
Αίτια δευτεροπαθούς δυστονίας είναι μεταβολικές διαταραχές, νευροεκφυλιστικές νόσοι (Parkinson, παρκινσονικά σύνδρομα), περιγεννητικές βλάβες, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, κρανιοεγκεφαλική κάκωση, λοιμώξεις, απομυελινωτικές νόσοι, νεοπλάσματα του ΚΝΣ, καθώς και φάρμακα (νευροληπτικά, μετοκλοπραμίδη, αντικαταθλιπτικά, αντιεπιληπτικά).
Ιδιαίτερη σημασία έχει η αναγνώριση της δυστονίας που ανταποκρίνεται στην λεβοντόπα (Dopa Responsive Dystonia, DRD), λόγω της θεαματικής απάντησης σε μικρές δόσεις λεβοντόπα. Πρόκειται για κληρονομική διαταραχή στον μεταβολισμό της ντοπαμίνης, που μπορεί να εμφανίσει και Παρκινσονισμό. Σημαντική είναι και η αναγνώριση της νόσου του Wilson (ηπατοφακοειδούς εκφύλισης), που εμφανίζει δυστονία, τρόμο και Παρκινσονισμό, οφείλεται σε γενετική διαταραχή στον μεταβολισμό του χαλκού, και ανταποκρίνεται σε ειδική θεραπεία με πενικιλλαμίνη ή άλλες ουσίες που βοηθούν στην απέκκριση του πλεονάζοντος χαλκού.
Για τις εστιακές μορφές δυστονίας θεραπεία εκλογής είναι η χορήγηση αλλαντικής τοξίνης (botox) στην προσβεβλημένη περιοχή. Για τις γενικευμένες, πιο αποτελεσματικά είναι τα αντιχολινεργικά, αλλά μπορεί να βοηθήσουν σε κάποιο βαθμό και η λεβοντόπα, η μπακλοφένη, οι βενζοδιαζεπίνες και η τετραβεναζίνη. Σε ανθεκτικές στη φαρμακευτική αγωγή περιπτώσεις η νευροχειρουργική επέμβαση μπορεί να αποτελέσει εναλλακτική.
Μυόκλονος
Ο μυόκλονος είναι μια κινητική διαταραχή η οποία συνίσταται σε αιφνίδιες, αστραπιαίες, πολύ μικρής διάρκειας συσπάσεις μυών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο φυσιολογικός μυόκλονος των κάτω άκρων κατά τη φάση επέλευσης του ύπνου. Μπορεί να εκλύεται με την κίνηση ή να είναι μυόκλονος ηρεμίας. Μπορεί να είναι άρρυθμος ή ρυθμικός, οπότε μπορεί να είναι δύσκολο να διαχωριστεί από τρόμο.
Κατάταξη του μυόκλονου μπορεί να γίνει με βάση την αιτιολογία. Υπάρχει φυσιολογικός μυόκλονος, όπως ο προϋπνικός που αναφέρθηκε, ή ο λόξυγκας, καθώς και ιδιοπαθής μυόκλονος, που δεν έχει κάποια γνωστή αιτία. Ο μυόκλονος έχει μια ιδιαίτερη σχέση με την επιληψία και υπάρχουν ειδικές μορφές επιληπτικών διαταραχών που παρουσιάζουν και μυόκλονο. Επίσης εμφανίζεται και σε κάποιες νευροεκφυλιστικές καταστάσεις (ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε νόσους prion), ενώ εμφανίζεται χαρακτηριστικά μετά από βαρειά εγκεφαλική ισχαιμική-ανοξική βλάβη. Σπανιότερα εμφανίζεται μετά από λοίμωξη (μεταλοιμώδης) ή στο πλαίσιο κακοήθειας (παρανεοπλασματικός). Τοξικός μυόκλονος μπορεί να εμφανιστεί σε υπερδοσολογία διαφόρων φαρμάκων ή σε δηλητηριάσεις, αλλά είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικός στο σεροτονινεργικό σύνδρομο. Μεταβολικός μυόκλονος εμφανίζεται συνήθως με την μορφή του αρνητικού μυόκλονου (αστηριξία), χαρακτηριστικά σε ηπατική εγκεφαλοπάθεια. Η αντιμετώπιση εξαρτάται από το αίτιο. Φαρμακευτικές επιλογές αποτελούν τα αντιεπιληπτικά φάρμακα, κατά βάση η λεβετιρακετάμη και το βαλπροϊκό οξύ αλλά και οι βενζοδιαζεπίνες, ιδιαίτερα η κλοναζεπάμη.
Χορεία
Η Χορεία είνια μια κινητική διαταραχή υπερκινητική η οποία συνίσταται σε αιφνίδιες, ακούσιες, άσκοπες, τιναγμοειδείς κινήσεις μικρής διάρκειας, που ταξιδεύουν από το ένα μέρος του σώματος σε ένα άλλο. Πολλές φορές θυμίζουν “χορό” εξου και ονομάστηκε χορεία. Χαρακτηριστική είναι η αδυναμία διατήρησης εκούσιας σύσπασης, που εκδηλώνεται με τις κινήσεις αρμέγματος αγελάδας στην παρατεταμένη χειραψία και με την αδυναμία διατήρησης συνεχούς πρότασης της γλώσσας. Χαρακτηριστικό είναι και το λικνιστικό, χορευτικό βάδισμα. Παραλλαγές της χορείας αποτελούν η αθέτωση, όπου οι κινήσεις είναι βραδύτερες και έχουν οφιοειδή πορεία, και ο βαλλισμός, όπου οι κινήσεις είναι κεντρομελικές, εντονότερες και μεγαλύτερου εύρους.
Σημασία για τη χορεία έχει η λειτουργική της επίπτωση στην καθημερινότητα, καθώς μπορεί να κυμαίνεται από ήπια έως πολύ σοβαρή η οποία επηρεάζει οποιαδήποτε δραστηριότητα. Μπορεί να εμφανίζεται ως μεμονωμένο σύμπτωμα ή να συνδυάζεται με άλλα νευρολογικά συμπτώματα.
Η αθέτωση οφείλεται συνήθως σε περιγεννητικά αίτια και συνδυάζεται με εγκεφαλική παράλυση, ενώ ο βαλλισμός οφείλεται σε βλάβη στον υποθαλάμιο πυρήνα, συνήθως στα πλαίσια Αγγειακού Εγκεφαλικού Επεισοδίου. Η πιο κλασσική χορεία είναι αυτή που αναπτύσσεται στα πλαίσια του νευροεκφυλιστικού νοσήματος της νόσου του Huntington, αλλά υπάρχει και κληρονομική χορεία που είναι καλοήθης. Χαρακτηριστική είναι και η χορεία που αναπτύσσεται μετά από στρεπτοκοκκική λοίμωξη σε παιδιά, η χορεία του Sydenham. Κλασσικό φαρμακευτικό αίτιο χορείας αποτελεί η χορήγηση λεβοντόπα στη νόσο του Πάρκινσον, οπότε οι κινήσεις αυτές ονομάζονται υπερκινησίες (dyskinesias). Όψιμη δυσκινησία συνιστούν περιστοματικές χορειόμορφες κινήσεις στα πλαίσια χρόνιας λήψης αντιψυχωσικών φαρμάκων. Η συμπτωματική αντιμετώπιση της χορείας ή των παραλλαγών της συνίσταται στην χορήγηση αναστολέων του συστήματος της ντοπαμίνης, είτε νευροληπτικών, που είναι αναστολείς υποδοχέων D2, είτε της τεραβεναζίνης ή της ρεσερπίνης, που αναστέλλουν την απελευθέρωση ντοπαμίνης. Μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να χρησιμοποιηθεί και το βαλπροϊκό οξύ, αλλά δεν είναι τόσο αποτελεσματικό.
Τρόμος
Ο τρόμος (τρέμουλο κι όχι φόβος) είναι μια ακούσια, ρυθμική κίνηση συνηθέστερα στα χέρια, αλλά συχνά και σε άλλα σημεία του σώματος, η οποία προκαλείται από ρυθμικές εναλλασσόμενες συσπάσεις αγωνιστών και ανταγωνιστών μυών. Ανεξαρτήτως αιτιολογίας αυξάνεται όταν υπάρχει stress, ενώ παύει στον ύπνο. Μόλις υποσημαινόμενο φυσιολογικό τρόμο θέσεως, με τα άνω άκρα σε πρόταση, έχουμε όλοι μας, και μπορεί να επιταθεί σε περίπτωση αϋπνίας, κόπωσης, άγχους, ή υπερβολικής κατανάλωσης καφεΐνης. Εκείνο που έχει μεγάλη σημασία στον χαρακτηρισμό του τρόμου είναι η κατάσταση στην οποία κυριαρχεί. Διακρίνεται σε:
• Τρόμο ηρεμίας (εμφανίζεται όταν το προσβεβλημένο μέλος του σώματος βρίσκεται σε ηρεμία)
• Τρόμο θέσεως (εμφανίζεται όταν το προσβεβλημένο μέλος του σώματος βρίσκεται σε προτεταμένη θέση)
• Τρόμο ενέργειας (εμφανίζεται όταν το προσβεβλημένο μέλος του σώματος πραγματοποιεί μια κίνηση)
Τα αίτια του τρόμου μπορεί να είναι πολλά. Εκτός από το φυσιολογικό τρόμο, μπορεί να οφείλεται στη νόσο Πάρκινσον και άλλα παρκινσονικά σύνδρομα, σε ιδιοπαθή τρόμο, σε εγκεφαλικά νοσήματα (πχ παρεγκεφαλιδική βλάβη, όγκοι, αιμορραγίες), σε μεταβολικά/ενδροκρινολογικά νοσήματα όπως στον υπερθυρεοειδισμό ή στον αλκοολισμό, καθώς και σε φαρμακευτικές ουσίες (λίθιο, βαλπροϊκό οξύ, κορτιζόνη, εισπνεόμενα βρογχοδιασταλτικά και πολλές άλλες).
Ο τρόμος ηρεμίας είναι χαρακτηριστικός σε παρκινσονικά σύνδρομα, και ιδιαίτερα στην ιδιοπαθή νόσο Πάρκινσον και τον φαρμακευτικό παρκινσονισμό (λόγω κυρίως νευροληπτικών σκευασμάτων). Ο τρόμος θέσεως προεξάρχει στον ιδιοπαθή τρόμο, ενώ υπάρχει και σε μεταβολικές/ενδοκρινολογικές καταστάσεις, ιδιαίτερα χαρακτηριστικός στον υπερθυρεοειδισμό. Τρόμο θέσεως έχουμε και μετά από έκθεση σε ορισμένες φαρμακευτικές ουσίες. Τρόμο στην κίνηση ή δράση, με επίταση στην αναζήτηση του τελικού στόχου (τρόμος τελικού σκοπού), είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικός για παρεγκεφαλιδική διαταραχή, ενώ υπάρχει και στη νόσο Wilson.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η θεραπευτική αντιμετώπιση του τρόμου εξαρτάται από το αίτιο. Για παράδειγμα σε περίπτωση παρκινσονικού τρόμου χορηγείται λεβοντόπα ή αντιχολινεργικά, και σε περίπτωση ιδιοπαθούς τρόμου προπρανολόλη ή πριμιδόνη, όπως θα συζητηθεί αναλυτικά παρακάτω.